- κιθαρίζω
- (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα]παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)αρχ.1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.)2. παθ. κιθαρίζομαι(για μουσική ή μελωδία) έχω συντεθεί για κιθάρα, παίζομαι στην κιθάρα («κιθαριζόμενον ποίημα», Πλούτ.)3. φρ. «κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται» — για άμουσο και απαίδευτο άνθρωπο, Αριστοφ.4. παροιμ. «ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος» — για θέαμα που προκαλεί το γέλιο (Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.